πομπιάζω

πομπιάζω

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "πομπιάζω" в других словарях:

  • πομπιάζω — Ν 1. διαπομπεύω, εξευτελίζω, ρεζιλεύω 2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) πομπιασμένος, η, ο α) ο άξιος πομπεύματος β) κακοήθης και αναιδής. [ΕΤΥΜΟΛ. < πομπή «όνειδος, ντροπή» + κατάλ. ιάζω* (πρβλ. κομπ ιάζω)] …   Dictionary of Greek

  • πομπιάζω — πόμπιασα, κακολογώ, μιλώ για κάποιον κακολογώντας τον …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πόμπιασμα — και πόμπιεμα, το, Ν [πομπιάζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού πομπιάζω, διαπόμπευση, ντρόπιασμα …   Dictionary of Greek

  • πόμπιασμα — το, ατος η πράξη και το αποτέλεσμα του πομπιάζω, ντρόπιασμα, ρεζίλεμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»